Main Menu

Η συγκλονιστική ιστορία του Θρακιώτη που ήταν αιχμάλωτος στους πειρατές-«Έλεγα δεν θα γυρίσει ούτε το πτώμα μου σπίτι»

Ευτυχώς ζωντανοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους, οι τρεις Έλληνες ναυτικοί του πλοίου «STELIOS K» που έπεσε θύμα πειρατείας στα ανοιχτά της Νιγηρίας. Ένας εξ αυτών κι ο Ροδοπίτης Τολγκά Αχμέτ, που μοιράστηκε την ιστορία του: 18 ημέρες σκλαβιάς και κακουχίας στον κόλπο της Γουινέας και στη ζούγκλα της Νιγηρίας, αλλά κι ο καθημερινός εφιάλτης για το εάν θα φύγει ζωντανός από τους απαγωγείς του.

Το πειρατικό «χτύπημα»
Ο εφιάλτης των ναυτικών άρχισε περίπου 120 ναυτικά μίλια ανοιχτά του Λάγος στη Νιγηρία, στον κόλπο της Γουινέας. Εκεί, οι ένοπλοι δράστες-πειρατές έκαναν αιφνιδιαστικό ρεσάλτο στο δεξαμενόπλοιο, επιτιθέμενοι στους ναυτικούς και κρατώντας τους ομήρους.

«Ήταν 16 Νοεμβρίου, 4 το πρωί. Είχαν μείνει περίπου 120 μίλια για να φτάσουμε στη Νιγηρία στην πορεία μας στο Λάγος. Ήρθαν δύο βάρκες με περίπου 20 άτομα. Πήραν ό, τι βρήκαν να πάρουν, τα αντικείμενα, τα ρούχα, τα φαγητά», διηγείται ο Ροδοπίτης ναυτικός. Μετά την ένοπλη ληστεία, από το πλοίο έφυγαν οι 9 δράστες κι έμειναν 11 πειρατές, μαζί με το πλήρωμα. Το καράβι «STELIOS K» είναι ένα μικρό καράβι, περίπου 36 μέτρων το πλήρωμά του απαρτιζόταν από τρεις ναύτες, τον καπετάνιο και τον πρώτο μηχανικό.

«Ήταν πολύ εύκολο να μπουν μέσα στο καράβι (οι πειρατές)», συνεχίζει ο ναυτικός, ο οποίος δεν κρύβει πως δεν γνώριζε πως η πειρατεία είναι πραγματικότητα τόσο κοντά στη Νιγηρία: «δεν ήξερα ότι στη Νιγηρία υπάρχει πειρατεία, ήξερα ότι υπάρχει στη Σομαλία και αλλού. Νόμιζα ότι θα πάρουν ό, τι ήταν να πάρουν και θα έφευγαν. Αλλά τελικά δεν έφυγαν. Μας την έπεσαν στις 4 το πρωί, μας μάζεψαν όλους. Έφυγε η μία (πειρατική) βάρκα. Μας κατέβασαν στην τραπεζαρία και μας κράτησαν εκεί έξι μέρες».

«Μου έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό»
Με το που μπήκαν οι πειρατές στο καράβι, επιτέθηκαν στους ναύτες που βρήκαν μπροστά τους. Ένας εξ αυτών κι ο Τολγκά Αχμέτ. «Είχαν όπλα, μαχαίρια. Εγώ που καθόμουν στην πλώρη του καραβιού, μαζί με τον πρώτο μηχανικό, ήρθε ένας από αυτούς, μου έκλεισε τα μάτια, μου έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό… τώρα λες η ζωή μου μέχρι εδώ ήταν. Το μαχαίρι ήταν ανάποδα», διηγείται, παραδεχόμενος πως εκείνη τη στιγμή «δεν μπορείς να κάτσεις να σκεφτείς τι μπορεί να γίνει».

Οι υπόλοιποι ναυτικοί του πληρώματος και ο καπετάνιος, εκείνη την ώρα βρίσκονταν στην τραπεζαρία κι ο κος Αχμέτ ήταν διστακτικός στο να τους ενημερώσει εξ αρχής. «Δεν είπα κάτι στους άλλους κατευθείαν για να μην τρομάξουν, γιατί αυτοί ήταν παντρεμένοι με οικογένειες, εγώ είμαι ελεύθερος», είπε. Σε λίγη ώρα, όμως, όλο το πλήρωμα ήταν επίσημα υπό το καθεστώς ομηρίας.

Οι πειρατές δεν φορούσαν παπούτσια, ήταν ντυμένοι με βερμούδες και μπλούζες, σύμφωνα με τον ναυτικό. Από την πρώτη στιγμή της απαγωγής «μας έκαναν bullying και ψυχολογικό πόλεμο. Γελούσαν και τραβούσαν βίντεο και φωτογραφίες».

Πως «γλύτωσαν» δύο ναυτικοί
Με έξι ημέρες ήδη στο πλοίο και τις διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση ή μη του πληρώματος να είναι καθημερινές, μεταξύ των απαγωγέων και της εταιρίας, συνέβη η πρώτη εξέλιξη.

Ο Τολγκά Αχμέτ διηγείται: «Στις 22 Νοεμβρίου το μεσημέρι, γύρω στις 14:00 με 14:30, (οι πειρατές) είδαν ότι μας πλησιάζει ένα πλοίο του πολεμικού ναυτικού και τρόμαξαν. Μας έβαλαν σε μία βάρκα, εμένα, τον συνάδελφο ναύτη και τον καπετάνιο. Τους άλλους δύο τους άφησαν στο καράβι».

12 ημέρες στη ζούγκλα
Μπορεί για τους δύο ναυτικούς η περιπέτεια να έβαλε τίτλους τέλους, για τους υπόλοιπους τρεις όμως ο εφιάλτης τώρα ξεκινούσε.

«Μας έβαλαν εμάς τους τρεις στην βάρκα και ταξιδέψαμε για 12 ώρες περίπου. Μας πήγαν μέσα στη ζούγκλα… ξημερώματα ήταν. Μας έβαλαν να κάτσουμε σε ένα δέντρο. Όταν ξημέρωσε μας έβαλαν να κάτσουμε κάτω στο χώμα. Κάτσαμε εκεί μία μέρα μέχρι να νυχτώσει. Μετά πήγαμε σε άλλο μέρος. Εκεί ήταν όλα ζούγκλα, τελείως ζούγκλα», διηγείται και ανακαλεί ένα τοπίο απολύτως έρημο από την ανθρώπινη παρουσία, με δέντρα και ποτάμια, πιθανότατα στη Νιγηρία.

Οι ημέρες της απαγωγής περνούσαν αργά και δύσκολα, με τους ναυτικούς να μην γνωρίζουν αν θα βγουν ζωντανοί. «Δεν πέρναγαν οι μέρες ούτε οι ώρες… περιμέναμε να φύγουν, αλλά τελικά δεν έφυγαν. Μέσα στη ζούγκλα μας κράτησαν 12 ημέρες. Κάθε μέρα είχαμε ψυχολογικό πόλεμο. Σε μία φάση έφτασα σε ένα σημείο κι έλεγα ότι δεν θα γυρίσει ούτε το πτώμα μου στο σπίτι μου… δηλαδή μας είχαν φέρει σε τέτοιο σημείο. Εκεί να σε ‘καθαρίσουν’ ποιος θα σε στείλει πίσω;», λέει στον «Χ».

Την ίδια ώρα που το καθημερινό γεύμα των ναυτικών περιλάμβανε μία σούπα και ένα μπουκαλάκι νερό (για να πλυθούν ή να το πιούν), ο ναυτικός θυμάται τους πειρατές να τρώνε δίπλα τους πίθηκο, φίδια, ρακούν, ενώ ο ψυχολογικός πόλεμος κορυφωνόταν. Κανείς δεν ήξερε πότε και πως θα απελευθερωνόταν.

Η απελευθέρωση και το σήμερα
Στην 18η ημέρα οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν και οι τρεις ναυτικοί αφέθηκαν ελεύθεροι. «Δεν ξέρω πως έληξε όλο αυτό… κάθε μέρα μας έλεγαν ότι αύριο θα φύγετε», λέει ο κος Αχμέτ και συνεχίζει: «4 Δεκεμβρίου μας άφησαν, πήγαμε στο Λάγος».

Από εκεί πήραν το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα. Οι τρεις τους ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους, με τον Τολγκά Αχμέτ να καταφτάνει πίσω στη Ροδόπη. Τα μέρη είναι ίδια, αλλά τίποτα άλλο δεν θυμίζει το παρελθόν. Το σκέφτεσαι κάθε μέρα; Ρωτάω. «Ναι» απαντά ο ναυτικός και φέρνει ένα παράδειγμα από την καθημερινή του ζωή: «όταν χτυπάει το τηλέφωνο, βλέπω ποιος με παίρνει τηλέφωνο, αλλά δεν μπορώ να το σηκώσω, γιατί κατευθείαν κολλάω. Πάει το μυαλό μου στη διαπραγμάτευση που μιλούσαν στο τηλέφωνο». Εκτός αυτού, πλέον δεν βγαίνει συχνά από το σπίτι, γιατί «με ρωτάνε συνέχεια, δεν σε αφήνουν να το ξεπεράσεις», λέει χαρακτηριστικά, και μιλάει στον «Χ» επί της ουσίας για να βάλει τέλος και στα ερωτήματα.

Ο ναυτικός είχε την ατυχία να βρίσκεται στο λάθος σημείο, τη λάθος στιγμή. Και από τότε η ελληνική πολιτεία φέρεται να μην τον έχει στηρίξει με κάποιο ουσιαστικό τρόπο. Τουλάχιστον, «ο Δήμος Ιάσμου με έχει βοηθήσει και με βοηθάει, μου έχει κανονίσει και ψυχολόγο», σημειώνει.

«Τα καράβια τέλος, αυτή τη στιγμή το τελευταίο πράγμα που σκέφτομαι είναι η δουλειά», καταλήγει ο ναυτικός.

xronos